- λοχεύματα
- λόχευμαthat which is bornneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοχεύμαθ' — λοχεύματα , λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc pl λοχεύματι , λόχευμα that which is born neut dat sg λοχεύματε , λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχευμα — λόχευμα, τὸ (Α) [λοχεύω] 1. το παιδί που γεννιέται, το τέκνο («ἔνθα λοχεύματα σέμν ἐλοχεύσατο Λατὼ Δίοισί σε καρποῑς», Ευρ.) 2. η εμφάνιση τού κάλυκα τού άνθους, το άνοιγμα τών μπουμπουκιών («χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γόνει σπορητὸς… … Dictionary of Greek